- σιωνισμός
- οεθνικιστική κίνηση των Εβραίων να ιδρύσουν δικό τους κράτος στην Παλαιστίνη.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
σιωνισμός — Πολιτικοθρησκευτικό κίνημα που ιδρύθηκε από το Χερτσλ, κατά τα τέλη του περασμένου αιώνα, με σκοπό τη δημιουργία στην Παλαιστίνη ενός νέου εβραϊκού κράτους, που θα είχε προορισμό να συγκεντρώσει όλους τους Εβραίους που ήταν διεσπαρμένοι στον… … Dictionary of Greek
Σιών — Αρχικά ονομαζόταν Σ. ένας λόφος της Ιερουσαλήμ. Όταν η πόλη μεγάλωσε, ονομάστηκε έτσι και ένας άλλος, κοντινός προς τον πρώτο, λόφος, όπου υπήρχε ναός με την κιβωτό της Διαθήκης. Επειδή μάλιστα οι Εβραίοι θεωρούσαν το ναό αυτό κατοικία του θεού,… … Dictionary of Greek
κληδονισμός — ο (Α κληδονισμός) [κληδονίζω] παρατήρηση μαντικού σημείου, σιωνισμός … Dictionary of Greek
σιωνιστής — ο, θηλ. σιωνίστρια, Ν ο οπαδός τού σιωνισμού. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. sioniste (βλ. και λ. σιωνισμός)] … Dictionary of Greek
Άχαντ Χαάμ — (Ρωσία 1856 – Παλαιστίνη 1927). Ψευδώνυμο (που σημαίνει στα εβραϊκά ένας από τον λαό) του εβραίου σιωνιστή ηγέτη Άσερ Γκίντζμπεργκ. Πρέσβευε ότι ο σιωνισμός δεν είναι πολιτικό ρεύμα, αλλά πνευματική και ηθική δύναμη, που μπορεί να ακτινοβολεί και … Dictionary of Greek
Ισραήλ — I Επίσημη ονομασία: Κράτος του Ισραήλ Έκταση: 20.770 τ. χλμ. Πληθυσμός: 6.029.529 (2002) Πρωτεύουσα: Ιερουσαλήμ (622.091 κάτ. το 1997) *Σημ.: Η Ιερουσαλήμ ανακηρύχθηκε μονομερώς από το Ισραήλ πρωτεύουσα το 1982, στη θέση του Τελ Αβίβ, χωρίς όμως… … Dictionary of Greek